Ιούνιο του ’48, ενόψει Λονδίνου, το νησί, μ’ αφετηρία το Αλεύκι, υποδεχόταν, πρώτη φορά την Ολυμπιακή Φλόγα, με τον Σάλβο Αγιούς ν’ ανάβει το βωμό…
Φτωχολογιά κι όνειρα στις σκόνες… Άνθρωποι απλοί, «γρέτζοι», πρόσωπα σκληρά και ακατέργαστα. Αγώνας μεροκάματου, κλάμα μπαγκλαμά και άφιλτρα τσιγάρα… Η θλιβερή οσμή απ’ το αδελφοκτόνο αίμα του βουνού (εμφύλιος), ανάκατη με χρώματα κι αρώματα από τα γιασεμιά της ασβεστωμένης, πέτρινης αυλής- γωνία φόβου κι ελπίδας…
Ελλάς… Η Ελλάδα του ’48. Οι πρώτοι δύσκολοι, μεταπολεμικοί καιροί. Κι ένας άγιος αχός από τα βάθη: «Αρχαίο πνεύμ’ αθάνατο…»
Ήταν Ιούλης. Ζέστη, υγρασία, ήλιος ψηλά. Και το μαντάτο, γραμμένο στο φθηνό χαρτί εφημερίδας, έφθανε με το πλοίο της γραμμής: «Τα μάθατε, ωρέ; Θα περάσει από ‘δώ…». Αν εκείνη του Σαββάτου, κατεγράφη ως η (χρονικώς) τελευταία, τούτη, του ’48, ήταν η πρώτη, ιστορικά, διέλευση της Ολυμπιακής Φλόγας απ’ τα μέρη μας. Για τους Αγώνες του Λονδίνου. Κι εν μέρει, η επιλογή της Κέρκυρας, υπήρξε μια λύση ασφαλείας.
Μαινόταν, γαρ, ο εμφύλιος. Και άπαντες φοβούνταν. Τα πάντα. Τους πάντες. Η τελετή Αφής, στο βωμό του ναού της Ήρας, το έδειχνε: σε κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας και δρακόντειων μέτρων φύλαξης. Και ο πρώτος λαμπαδηδρόμος, της στιγμής, στρατιωτικός: ο Κωνσταντίνος Δημητρέλης.
«Εις τα περιβάλλοντα την Ολυμπίαν υψώματα, 1.000 Έλληνες στρατιώται και τεθωρακισμένα οχήματα ευρίσκοντο εις συναγερμόν δια να εξουδετερώσουν ενδεχομένην συμμοριτικήν επίθεσιν» έγραφε η «Ελευθερία» (18/7). «Οι αντάρται ευρίσκοντο εις απόστασιν 5 μιλίων…».
Η μεταφορά της στην Αθήνα με δρομείς, δεν τίθεται καν ως ενδεχόμενο. Αντ’ αυτού, επιλέγεται η λύση της γρήγορης μεταφοράς της στο πλησιέστερο λιμάνι, του Κατάκωλου, κι από εκεί, εν πλω, στην Κέρκυρα, ως τελευταίο ελληνικό σταθμό, προτού περάσει, πια, στη Δύση (Ιταλία, Γαλλία, Ελβετία…). Βλέπεις, το νησί, πέραν του εγγύς στην Ιταλία, την ένοπλη πλευρά του εμφυλίου δεν τη γνώρισε. Και τούτο έδινε ασφάλεια…
Πρωί, 18ης Ιουλίου. Ημέρα Κυριακή, μετά την εκκλησιά. Το λιμάνι της Λευκίμμης (Μπούκα) σε κατάσταση ασφυξίας. Κόσμος, ντουνιάς… Εκεί, παράκει, αξημέρωτα. Να δει… Ν’ αγγίξει…
Λίγα λεπτά πριν τις 7.00, ο τεθωρακισμένος όγκος απ’ το αντιτορπιλικό συνοδείας «Άστιγξ» (με κυβερνήτη τον Α. Γκιώνη) εμφανίζεται. Φωνές… Χειροκροτήματα… Κάποιοι κουνάνε το μαντήλι, άλλοι κάνουν το σταυρό τους…
«Ένας ναύτης του “Άστιγγος”» γράφει ο Τύπος της εποχής, «επέβη φαλαινίδος φέρων την πυροφόρον δάδα και ιστάμενος εις την πρώραν, Ερέται κωπηλατούντες, ωδήγησαν τον λαμπαδούχον ναύτην προς την ακτήν…» Ήταν ο ναύτης Βλαχόπουλος. Τούτος την παρέλαβε, Κερκυραίος, θρέμμα- γέννημα. Και με άκατο την πήγε ως την ακτή.
«Χιλιάδες λαού, οι επίσημοι, ο κλήρος, οι σημαιοφόροι των σχολείων και αθλητικών συλλόγων Λευκίμμης, η μουσική και ευσταλείς Κερκυραίαι κόραι με ωραιοτάτας τοπικάς ενδυμασίας ανέμενον εις την παραλίαν του Πενταχώρου Λευκίμμης. Ζωηρά ήτο η συγκίνησης του πλήθους…»
Μόλις ο Βλαχόπουλος πάτησε στεριά, με ευλάβεια, έσκυψε κεφάλι και παρέδωσε τη δάδα στον Νικόλα Κάντα. Ναύτης πάλι, Λευκιμμιώτης και του λόγου του. Κι απ’ αυτόν, στους λοιπούς λαμπαδηδρόμους. Ο Ανδρέας Γεωργάτος. Οι πρόσκοποι, Σπύρος Μακρής, Νίκος Πρέσσας, Γιώργος Λάσκαρης. Έμπαινε ήδη στο δρόμο για «τη χώρα»…
«Η μουσική απέδωσε τιμάς. Ο ιερός κλήρος ανέπεμψε δέησιν υπέρ της ειρήνης και ευημερίας του κόσμου. Ακολούθως, ο λαμπαδηδρόμος Ανδρέας Γεωργάτος παρέλαβε την ιεράν φλόγα δια να την μεταδώση εις τον επόμενον. Χιλιάδες χωρικοί και χωρικαί, με γραφικάς στολάς, από της νυκτός επλαισίωναν τα κράσπεδα της δημοσίας οδού προς Κέρκυραν και έραινον με άνθη τους λαμπαδηδρόμους…».
Χέρι με χέρι, πέρασμα μέσα απ’ τα χωριά, πλησίασμα στην πόλη… Στα Κανάλια, ταυτόχρονα με τη διέλευση της Φλόγας, διοργανώνουν τιμητικό αγώνα δρόμου 3.000 μ. Πλησίαζε… «Η πρωτεύουσα της νήσου, σημαιοστόλιστος και πανηγυρίζουσα, ενεφάνιζε όψιν πανηγυρικήν. Ο λαός σύσσωμος κατέκλυσε οδούς διελεύσεως του πυρός, μέχρι της κεντρικής πλατείας, όπου ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος, την 11ην πρωινήν, μετέδωσε εις τον βωμόν το ιερόν πυρ…».
Ήταν ο μεγάλος, Σάλβος Αγιούς. Τ’ Αστέρα (μπάλα) και του Κερκυραϊκού (στ’ αθλήματα). Έτρεξε στο διάδρομο… Πέρασε τους πέντε, κατάχαμα, ζωγραφισμένους ολυμπιακούς κύκλους και με μεγάλη προσοχή, άναψε τη φωτιά στο δαφνοστεφανωμένο «ιερό», στη μέση «του γκαζόν».
Στη Σπιανάδα αναπτύσσεται ένα ασύλληπτο σκηνικό. Τιμητικές, χαμηλές πτήσεις αεροσκαφών, αθλητικοί αγώνες (βόλεϊ, κρίκετ), λαϊκοί, παραδοσιακοί χοροί, γυμναστικές επιδείξεις, κωδωνοκρουσίες, χαιρετισμοί επισήμων, παρέλαση μαθητών, προσκόπων και αθλητικών συλλόγων, καθένας με τα λάβαρά του…
«Περί ώραν 12.30 μεσημβρινήν, άπαντες παρετάχθησαν εκατέρωθεν της οδού της αγούσης εις την προκυμαίαν. Χωρικοί και χωρικαί εν στολή επιβιβασθέντες λέμβων εσχημάτισαν διάδρομον μέχρι του αγγλικού πολεμικού “Xoυάιτ Ζαντ Μπάϊρ” (σ.σ. «Γουάιτ Σαντ Μπέι). Ο νικητής του αγώνος δρόμου ανάψας την δάδα εκ του βωμού, κατήλθεν εις την προκυμαίαν και παρέδωσε το πυρ εις αθλητήν αναμένοντα επί ακάτου, όπως μεταφέρη τούτο εις το πολεμικόν. Η άκατος περιστοιχίζετο υπό σημαιοστόλιστων λεμβών και ο κυβερνήτης του αγγλικού πολεμικού, πλοίαρχος Μπρόντερς, παρέλαβε την δάδα εν συγκινήσει (σ.σ. μέσα σε αρχαία λυχνία, δωρεά στην ΕΟΕ από το εθνικό αρχαιολογικό μουσείο), ενώ ο κ. Ζαλοκώστας απηύθυνε χαιρετισμόν εκ μέρους της Ελληνικής Επιτροπής. Την 1 μ.μ. ο κόσμος, σείων μανδύλια και μικράς ελληνικάς σημαίας, εχαιρέτα…» Καλοτάξιδος, ψιθύρισαν, ο δρόμος για το Μπάρι…