Το Corfusports.com αναδημοσιεύει αυτούσιο το μεγάλο αφιέρωμα- συνέντευξη του Σπύρου Γιαννιώτη στο BHmagazino της Κυριακής, 10 Ιουλίου.
*
Τέσσερα χρόνια πριν, ο Σπύρος Γιαννιώτης βγήκε από το νερό της λίμνης Σερπεντάιν στο Χάιντ Παρκ, κάτω από έναν μουντό αυγουστιάτικο αγγλικό ουρανό, ύστερα από 1 ώρα, 50 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα κολύμβησης. Καθώς έβγαινε και οι κάμερες εστίαζαν στο πρόσωπό του, μπορούσες να διακρίνεις ορισμένα δάκρυα αγανάκτησης, οργής, παραπόνου. Είχε μόλις χάσει το ολυμπιακό μετάλλιο για τέσσερα δευτερόλεπτα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Τα δάκρυα έχουν στεγνώσει, καθώς ένας από τους σημαντικότερους έλληνες αθλητές ετοιμάζεται να διεκδικήσει τον Αύγουστο, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στους τελευταίους του Ολυμπιακούς Αγώνες, το μετάλλιο που δικαιούται. Τον συναντήσαμε πρόσφατα όταν αποχαιρετούσε τις ελληνικές πισίνες. Ηταν μια συμβολική αποχώρηση, αλλά για όσους πρόσεξαν είχε πολλά κρυμμένα νοήματα. Το ΒΗΜΑgazino ήταν εκεί.
Το χειροκρότημα είχε ξεκινήσει δειλά λίγο πριν από την τελευταία στροφή. Ομως, στο τελευταίο πενηντάρι, ολόκληρη η κερκίδα χειροκροτούσε με ένταση και ενθουσιασμό τον νικητή που τερμάτιζε στην πρώτη θέση στα 1.500 μ. ανδρών του Πανελληνίου Πρωταθλήματος Κολύμβησης. Για τον νικητή θα μπορούσε να ήταν απλώς ένα ακόμη στατιστικό, ακόμη μία νίκη, ένα ακόμη χρυσό σε πανελλήνιους αγώνες από τα 32 που έχει κατακτήσει στα 18 χρόνια που συμμετέχει. Για τον Σπύρο Γιαννιώτη, όμως, αυτή η τελευταία νίκη είχε μια πολύ ξεχωριστή σημασία, αφού ήρθε στην τελευταία του συμμετοχή σε επίσημους αγώνες σε πισίνα.
«Είχα αποφασίσει ότι σήμερα δεν θα πονέσω καθόλου, θα κολυμπήσω σε έναν σταθερό ρυθμό και όπως με βγάλει η κούρσα» λέει λίγο μετά την απονομή του αγώνα. «Ομως, το απόγευμα λίγο πριν από τον αγώνα, πήγα και βρήκα τους μικρούς (σ.σ.: τους δυο-τρεις αθλητές που αποτελούν τη νέα γενιά στις μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις) και τους είπα: “Σήμερα σας δίνω τη σκυτάλη”, αλλά μόλις τους το είπα αυτό με έπιασε ξαφνικά μια τεράστια συγκίνηση, ένα πολύ έντονο συναίσθημα που δεν το περίμενα. Είπα, λοιπόν, στον εαυτό μου: “Σταμάτα, ξέχνα τα όλα, πήγαινε και κολύμπα κανονικά και άσε τις σκέψεις για αργότερα”. Τα 1.500 μέτρα είναι 30 πισίνες ή 15 κατοστάρια που πρέπει να τα κάνεις σε 1 λεπτό το καθένα ώστε να βγάλεις χρόνο 15 λεπτά και κάτι. Εγώ πλέον δεν κυνηγάω τον χρόνο αλλά μόνο τη θέση, γιατί αυτό είναι που κάνω στην ανοιχτή θάλασσα: δεν με ενδιαφέρει ο χρόνος, με ενδιαφέρει να μπορώ να ακολουθώ τον αντίπαλό μου και να μπορώ να τον περάσω σε όλες τις συνθήκες. Ετσι, είχα λιγότερο άγχος από τους μικρούς οι οποίοι κυνηγούν και το όριο της συμμετοχής στους Ολυμπιακούς και επιπλέον κοιτάζουν ο ένας τον άλλο και αγχώνονται. Ηξερα ότι αν μπορέσω να είμαι δίπλα τους μέχρι τα μισά του αγώνα, στο δεύτερο μισό θα είχα το πλεονέκτημα, όπως και έγινε τελικά».
Στο φετινό Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Κολύμβησης, που πραγματοποιήθηκε στις 10, 11 και 12 Ιουνίου στον Αλιμο, ο Σπύρος Γιαννιώτης τερμάτισε πρώτος στα δύο από τα τρία αγωνίσματα στα οποία συμμετείχε (400, 800 και 1.500 μ.). Πλέον προπονείται με το βλέμμα στους Ολυμπιακούς του Ρίο και συγκεκριμένα στην Κοπακαμπάνα, όπου θα αγωνιστεί στα 10 χλμ. ανοιχτής θάλασσας. Πηγή: Κώστας Λακαφώσης
Δεν το λέει ο ίδιος, παραμένοντας παθολογικά σεμνός και μετρημένος όπως ήταν σε όλη την αθλητική διαδρομή του, όμως όλοι όσοι βρέθηκαν στο κολυμβητήριο του Αλίμου αυτό το μαγικό απόγευμα της Κυριακής 12 Ιουνίου είδαν καθαρά ότι στα τελευταία 300-400 μέτρα, όταν πλέον είχε ξεκαθαρίσει το αποτέλεσμα, ο Γιαννιώτης δεν χαλάρωσε τον ρυθμό του, όπως ήταν το αρχικό του σχέδιο, αλλά αντιθέτως συνέχισε να κολυμπά με ένταση και πάθος, με πολύ γρήγορες αγωνιστικές στροφές και με δυνατές χεριές που μαρτυρούσαν ότι «κάτι» κυνηγούσε. Οχι τη νίκη, γιατί αυτή ήταν πλέον εξασφαλισμένη, ούτε τον χρόνο, γιατί ούτως ή άλλως ο χρόνος θα ήταν μακριά από προσωπικά ρεκόρ και από επιδόσεις άλλων εποχών. Αυτό που ήθελε να δείξει ο Γιαννιώτης ήταν ότι αποχωρεί από τις πισίνες με δική του απόφαση, όρθιος και δυνατός, άξιος πρωταθλητής που δεν έχει νικηθεί ακόμη από τον χρόνο. Αλλωστε, το 15:26.31 που σημείωσε, όσο κι αν υπολείπεται αρκετά από το πανελλήνιο ρεκόρ (14:53.32) που σημείωσε ο ίδιος το 2008, είναι μια επίδοση παραπάνω από αξιοπρεπής σε διεθνές επίπεδο που σε τίποτα δεν μαρτυρά την ηλικία του 36χρονου αθλητή.
Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι οι νίκες ενός αθλητή σε αυτή την ηλικία σε κάποιο ποσοστό μαρτυρούν και τη φτώχεια του ελληνικού αθλητισμού, όμως ο Γιαννιώτης θεωρεί ότι η ελληνική κολύμβηση βρίσκεται σε ανοδική πορεία: «Κανονικά θα έπρεπε να με περνάνε από τα 30 μου, όμως με ευνόησε και η συγκυρία, αφού υπήρξε ένα μικρό κενό μετά την προηγούμενη γενιά αθλητών που αποσύρθηκαν. Σήμερα, όμως, υπάρχει μια νέα γενιά που είναι πολύ γρήγοροι και έχουν δυνατότητες για πολύ περισσότερα. Στο ελεύθερο, που είναι και το δικό μου άθλημα, οι χρόνοι στα 50 και στα 100 μέτρα πέφτουν και γίνεται πολύ καλή δουλειά, στα 200 μέτρα είναι ο Βαζαίος που είναι πολύ γρήγορος στις μεγαλύτερες αποστάσεις, είναι ο Νέγρης που είναι μόλις 18 ετών και έχει μια ζωή μπροστά του, είναι ο Φωκαΐδης και ο Αρνιακός που κάνουν και ανοιχτή θάλασσα, σίγουρα υπάρχει μέλλον. Τώρα που αποσύρομαι, αυτοί όλοι θα κάνουν το “μπαμ”, είναι σαν συμπιεσμένα ελατήρια που θα εκτονώσουν την ενέργεια που φορτώνουν τόσο καιρό. Πιστεύω ότι εάν είχα αποσυρθεί στα 30 μου, αυτά τα παιδιά θα σημείωναν πιο εύκολες επιτυχίες από μικρότερη ηλικία, όμως οι επιδόσεις τους δεν θα ήταν τόσο υψηλές γιατί θα είχαν πιεστεί λιγότερο. Πιστεύω ότι αυτά τα τελευταία χρόνια τούς έκανα πιο δυνατούς και μόνο που υπήρχα, και τους έδινα ένα κίνητρο και έναν στόχο να κυνηγάνε τον καλύτερο – ή, μάλλον, όχι τον καλύτερο, αυτόν που τυχαίνει να είναι πρώτος τη δεδομένη στιγμή».
Πηγή: Κώστας Λακαφώσης
Αναφέραμε ήδη τη σχεδόν παθολογική σεμνότητα του Γιαννιώτη και η παραπάνω φράση που μεταφέρεται verbatim είναι ένα ακόμη παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο σκέφτεται και εκφράζεται ακόμη και σε κατ’ ιδίαν, ανεπίσημες συζητήσεις. Είναι ένας αθλητής για τον οποίο δεν θα βρεις αρνητικά δημοσιεύματα όσο κι αν ψάξεις, ούτε και θα ακούσεις κουτσομπολιά και πικρόχολα σχόλια όσο κι αν συναναστραφείς με το – μερικές φορές έως και αρρωστημένο – κοινό των μπαμπάδων-«κατά φαντασίαν προπονητών» της κολύμβησης. Ο ίδιος, βέβαια, όπως αναμενόταν, ούτε αυτό το δέχεται: «Μπορεί να είμαι χαμηλών τόνων άνθρωπος από τη φύση μου, όμως δεν είμαι τέλειος, όλοι οι χαρακτήρες έχουν τα καλά τους και τα κακά τους, ειδικά στον πρωταθλητισμό. Εγώ, για παράδειγμα, πάνω στην ένταση της προπόνησης μπορεί να είμαι οξύθυμος κάποιες φορές και μπορεί να νευριάσω και να μιλήσω άσχημα σε κάποιον. Πάντοτε, όμως, ύστερα από λίγη ώρα θα το ξανασκεφτώ πιο ήρεμα και θα πάω να του πω “Με συγχωρείς που σου μίλησα έτσι, δεν ήταν σωστός ο τρόπος μου” – η γυναίκα μου, μάλιστα, γελάει κάθε φορά που με βλέπει έτσι νευριασμένο και λέει “Αφού σε λίγη ώρα θα το μετανιώσεις”»…
Πάντως, το τελευταίο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα του Σπύρου Γιαννιώτη μπορεί να έκλεισε με μια ξεκάθαρη νίκη και ένα ακόμη χρυσό μετάλλιο, όμως δεν είχε ξεκινήσει το ίδιο καλά. Την Παρασκευή 10 Ιουνίου, πρώτη ημέρα των τριήμερων αγώνων, ο Γιαννιώτης κολύμβησε στα 400 μέτρα, το μικρότερο από τα τρία αγωνίσματα στα οποία συμμετείχε (400, 800 και 1.500 μ.). Οπως ακριβώς και στα αγωνίσματα του στίβου, όπου άλλοι αθλητές τρέχουν στα σπριντς, άλλοι στις μεσαίες και άλλοι στις μεγάλες αποστάσεις, έτσι και στην πισίνα, από 400 μέτρα και πάνω δεν συμμετέχουν οι «γρήγοροι» των 50, 100 και 200 μέτρων, αλλά οι κολυμβητές αντοχής. Ο Γιαννιώτης από την αρχή της καριέρας του συμμετείχε στις μεγαλύτερες αποστάσεις, αφού σε αυτές ταίριαζε τόσο εργοφυσιολογικά όσο και σωματομετρικά: «Είμαι 1,85 μ. και θεωρούμαι κοντός για πρωταθλητισμό στην κολύμβηση, στα παγκόσμια πρωταθλήματα κοιτάζω γύρω μου και αισθάνομαι “μισή μερίδα”» λέει. Ομως, στις μεγαλύτερες αποστάσεις έχει μικρότερη σημασία το ύψος και το άνοιγμα των χεριών, σημασία έχει να έχεις την οικονομία ενέργειας ενός μαραθωνοδρόμου, αλλά να έχεις και «ψυχή» ώστε να σπρώχνεις το σώμα σου να «πονέσει» όταν χρειάζεται, ξεπερνώντας αυτό που τη δεδομένη στιγμή το μυαλό σου μπορεί (εσφαλμένα) να θεωρεί «μέγιστο». Οσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο μεγαλύτερο το περιθώριο για υπερβάσεις που βγαίνουν από την ψυχή και όχι από το σώμα. Αντιθέτως, στα 400 μέτρα, που δεν διαρκούν ούτε 4 λεπτά, εάν «κοιμηθείς» και σου φύγουν μπροστά οι αντίπαλοι, δεν τους πιάνεις εάν είσαι «μαραθωνοδρόμος» και όχι «σπρίντερ». Αυτό ακριβώς έπαθε και ο Γιαννιώτης και κατετάγη 4ος στα 400 μ. της Παρασκευής. «Αιφνιδιάστηκα λίγο, ίσως έπεσα λίγο χαλαρά, χωρίς πολύ δυνατό κίνητρο, δεν ξέρω τι έγινε, αύριο θεωρώ ότι θα πάω καλύτερα» λέει με μια δόση κρυμμένου άγχους και προβληματισμού λίγο μετά την κούρσα. «Μπορεί να μην έχω αντικειμενικό λόγο να με νοιάζει, δεν είναι αυτό το αγώνισμά μου πλέον, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει να χάνω. Ετσι είμαι από κατασκευής – δεν παίζω ηλεκτρονικά παιχνίδια με τους φίλους μου γιατί δεν τα ξέρω καλά και δεν μου αρέσει καθόλου να παίζω και να χάνω. Ετσι και με το τάβλι, μπορεί να παίξουμε λίγο με τη γυναίκα μου στις διακοπές και αν κερδίζω είναι όλα καλά, όμως αν χάσω το κρύβουμε το τάβλι για κανέναν χρόνο και δεν το ξανασυζητάμε».
Ο 36χρονος πολυνίκης του Ολυμπιακού με τη φανέλα του συλλόγου του στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Κολύμβησης στον Αλιμο. Πηγή: Κώστας Λακαφώσης
Ο αγώνας των 800 μέτρων του Σαββάτου 11 Ιουνίου για εμάς που παρακολουθούμε απέξω, μοιάζει ντέρμπι μέχρι τα 500-600 μέτρα. Ομως, στα τελευταία 200 μέτρα είναι πλέον φανερό ότι ο Γιαννιώτης μπορεί να έχει χάσει λίγο σε απόλυτη ταχύτητα σε σχέση με τον προ 10ετίας εαυτό του, όμως η αντοχή του παραμένει σε κορυφαία κατάσταση.
Αυτό είναι, άλλωστε, το ζητούμενο και στο αγώνισμα των 10 χλμ. ανοιχτής θάλασσας στο οποίο θα συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς του Ρίο: εκεί δεν κερδίζει ο πιο γρήγορος ή ο πιο δυνατός, αλλά αυτός που έχει την αντοχή και τα ψυχικά αποθέματα ώστε να φτάσει πιο μακριά από τον διπλανό του. «Στην ανοιχτή θάλασσα υπάρχουν τρεις κατηγορίες αθλητών: είναι εκείνοι που θέλουν να είναι μπροστά για να μην τρώνε ξύλο (σ.σ.: υπάρχει έντονη σωματική επαφή ανάμεσα στους κολυμβητές στα “τζαρτζαρίσματα”, ειδικά σε κάθε σημείο στροφής ή αλλαγής κατεύθυνσης), εκείνοι που προτιμούν να ακολουθούν τυφλά τους πρώτους μέχρι τα τελευταία μέτρα που θα προσπαθήσουν να κάνουν την επίθεσή τους, αλλά υπάρχει και η τρίτη κατηγορία, στην οποία ανήκω εγώ, που είναι οι αθλητές που επιλέγουν να παρακολουθούν από κοντά αλλά χωρίς να συμμετέχουν στο “ξύλο” των πρώτων με τους δεύτερους, περιμένοντας με τακτικές κινήσεις μετά το 8ο χιλιόμετρο να βρουν την κατάλληλη στιγμή για να περάσουν μπροστά. Το μόνο επικίνδυνο στη δική μου τακτική είναι να μη μου ξεφύγει κάποιος γρήγορος και μου φτιάξει απόσταση που δεν θα μπορέσω να καλύψω, γι’ αυτό και προτιμώ το κύμα και τον αέρα, γιατί σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί κανένας να ξεφύγει».
Στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, μόλις 4 δευτερόλεπτα τον χώρισαν από το μετάλλιο. Στο Ρίο ντε Τζανέιρο, 36 ετών πλέον, παίζει το τελευταίο του χαρτί, και είναι διαβασμένος και έτοιμος όσο δεν παίρνει, μαζί με τον επί 18 χρόνια προπονητή (και αδελφικό του φίλο πλέον) Νίκο Γέμελο. Ακόμη και μια ελαφριά υποψία «κοιλίτσας» που μοιάζει με τα λεγόμενα «γεροντόπαχα» αθλητών οι οποίοι σταματούν την εντατική προπόνηση είναι μέρος του σχεδίου: «Στο Λονδίνο τα είχα κάνει όλα σωστά, μόνο ένα λάθος είχα κάνει: είχα ασχοληθεί υπερβολικά με το σώμα μου και είχα χάσει πιο πολλά κιλά από ό,τι έπρεπε, με αποτέλεσμα να κρυώνω στο δεύτερο μισό του αγώνα. Αυτή τη φορά δεν θα πάω τελείως “στεγνός”, αφήνω ένα περιθώριο παραπάνω». Με τέλεια προετοιμασία τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο, ξέρει ότι έχει κάνει αυτά που πρέπει. Το «ηθικό μετάλλιο» από την αγάπη και το χειροκρότημα του κόσμου το έχει κατακτήσει ήδη, τώρα του μένει και το αληθινό, το ολυμπιακό μετάλλιο, για το οποίο έκλαψε μετά την κούρσα του Λονδίνου. Δεν υπάρχει αμφιβολία: του αξίζει και πρέπει να το πάρει, όμως, όταν αφιερώνεις τη ζωή σου στον πρωταθλητισμό, ξέρεις πως τίποτα δεν είναι σίγουρο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν σε ηλικία 5 ετών ο Σπύρος Γιαννιώτης βούτηξε στις πισίνες ούτε που φανταζόταν πόσο πολλά καλοκαιρινά πρωινά θα περνούσε στο υπέροχο αυτό ταξίδι μιας τόσο γεμάτης και άξιας πορείας που έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουλίου 2016 (Κώστας Λακαφώσης)