Ήρθε, απ’ το Λίβερπουλ, στα 3 του, έμεινε μόνιμα ως τα 17-18. Το Corfusports.com επιχειρεί να ξεδιπλώσει μνήμες και εικόνες απ’ το 15ετές κερκυραϊκό κουβάρι ζωής ενός πολύ μεγάλου Ολυμπιονίκη.
*
Όταν οι θεοί έριξαν τα ζάρια, για να «γράψουν» το δικό του πεπρωμένο, ζωγράφισαν τριγύρω του νερό. Με μάνα από λιμάνι (Λίβερπουλ), πρωταθλήτρια κολύμβησης και πατέρα από νησί (Κέρκυρα), δεν γινόταν άλλο ριζικό. Ιώδιο κι αρμύρα… Εδώ ήταν το γραφτό του. Για τα υπόλοιπα, θα φρόντιζε ο ίδιος…
Ήταν πρώτος κλώτσος το αδράχτι, θύμισες της Polaroidαπό κάποια ανέμελα κατακαλόκαιρα, δεκαετία, ακόμη του ’80. Κάβος…
«Η πρώτη μου», έχει πει, «επαφή με το νερό, έγινε πριν μάθω ακόμη να περπατάω! Έτσι μου έχουν πει οι γονείς μου. Μπουσούλαγα στην παραλία, έμπαινα στο νερό και δεν ήθελα να βγω. Κάθε καλοκαίρι είχαν πρόβλημα. Απέκτησα τέτοια λατρεία για τη θάλασσα, που έπρεπε να δύσει ο ήλιος για να βγω στεριά. Απ’ τις 8 το πρωί, ως τις 8 το βράδυ. Είτε θα κολυμπούσα, είτε θα έκανα ψαροτούφεκο! Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου με βρεγμένο μαγιό, μέσα στα αλάτια και τη μάνα μου να φωνάζει στην ακροθαλασσιά ένα μακρόσυρτο “Σπύροοοοo”…»
Η μάνα του, η Μπρέντα… Μπρέντα Σουίνι, απ’ το Λίβερπουλ (του «Υου ‘llneverswimalone», που «χτύπησε», μελάνι, αργότερα στη σάρκα του). Ήρθε, λέει, κάποτε, τέλη 70s, για διακοπές στην Κέρκυρα με φίλες της, γνώρισε τον πατέρα του, ερωτεύτηκαν, κατά τον Αύγουστο επέστρεψε Αγγλία, αλλά κρατήσαν’ επαφές. «Κι όταν επέστρεψε ο πατέρας μου απ’ τον στρατό, παντρεύτηκαν…».
Πρώτα, η φαμίλια έμεινε στο Λίβερπουλ. Εκεί γεννήθηκε και ο Σπύρος, Φλεβάρη του ’80 – τι άλλο, «ιχθύς»! Όταν, ωστόσο, «χάλασε» μια δουλειά που «έτρεχε» ο πατέρας του, πήραν τη μεγάλη απόφαση για την επιστροφή τους στο νησί – όπου ο πατέρας του έπιασε δουλειά ως τουριστικός πράκτορας. Στον Κάβο. Ήταν, πια, τριών. Το ’83…
Οι πισίνες πρωτομπήκαν στη ζωή του, γύρω στα 5. Το είχε διακρίνει η Μπρέντα το… στοιχείο. Κι ως άλλοτε, κι εκείνη, κολυμβήτρια, τον «έσπρωξε»: «Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι απ’ τις πισίνες είναι ένας αγώνας που κατάφερα για πρώτη φορά να βγάλω όλη τη διαδρομή, χωρίς να πιάσω την άκρη της πισίνας. Άλλα δεν θυμάμαι. Αλλά θυμάμαι αυτό…».
Στα δέκα, ενεργό, πια, στέλεχος του ΝΑΟΚ, η συστηματική δουλειά του σε πισίνα, βαστάει ήδη μια «καλή» πενταετία. Βγάζει ταλέντο… Φαίνεται… Ώσπου «κάποια στιγμή, η πισίνα του νησιού έκλεισε, γιατί ήθελαν να την κάνουν σκεπαστή και για τέσσερα χρόνια κολυμπούσα όπου έβρισκα: σε μικρές πισίνες ξενοδοχείων και το καλοκαίρι στη θάλασσα, όπου ο Ναυτικός Αθλητικός Όμιλος Κέρκυρας είχε μια κανονική πενηντάρα πισίνα μέσα στο νερό…».
Όχι, συχνά, δίχως απρόοπτα: «Θυμάμαι, ένα απόγευμα, όπως κολυμπούσα, γύρισα, έκανα τούμπα και είδα ένα χταπόδι. Είπα στην προπονήτρια “συγγνώμη λίγο”, πήρα το χταπόδι με το χέρι, το έβγαλα έξω και το πήρα σπίτι, για φαγητό!»
Μέσα στον χαριτωμένο, ανεκδοτολογικό του χαρακτήρα, τούτο ‘δω το αθησαύριστο, έβγαζε και μία επιπλέον κάψα. Πείσμα… Θέληση… Όχι, απλά, επειδή το υγρό στοιχείο είχε, πια, εξελιχθεί σε αναπόσπαστο κομμάτι του, αλλά επειδή έπαιζε θεμελιώδη ρόλο και σ’ ένα δεύτερο επίπεδο. Αλλιώτικο. Ο Σπύρος, άλλωστε, δεν το ‘κρυψε ποτέ…
«Η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής μου, ήταν το σχολείο. Δεν ήμουν καλός μαθητής. Είχα μαθησιακές δυσκολίες. Τα πρώτα χρόνια πίεζα τον εαυτό μου, προσπαθούσα και με έπιανε το παράπονο που δεν μπορούσα να είμαι αυτός που ήθελα. Αποτέλεσμα δεν υπήρχε και οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί μαζί μου, έως ότου αργότερα, στο γυμνάσιο, έμαθα ότι είμαι δυσλεκτικός. Στην προτελευταία τάξη, βρέθηκε κάποιος καθηγητής που είπε: “Μην κρίνετε αυστηρά το παιδί. Δεν το βλέπετε; Eίναι δυσλεκτικό”.Αυτή η δυσκολία με πείσμωσε. Ένιωσα ότι έπρεπε να πετύχω κάπου. Να αποδείξω στον εαυτό μου πως αφού δεν ήμουν καλός στο σχολείο, θα μπορούσα να είμαι κάπου αλλού. Κάπως έτσι, ο αθλητισμός, η κολύμβηση, έγινε το δικό μου σχολείο. Όσα έμαθα και ό,τι έγινα, τα χρωστάω στον αθλητισμό. Τα ταξίδια που έχω πάει, τις διαφορετικές κουλτούρες και τους πολιτισμούς που έχω δει από κοντά, τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, τους φίλους που έχω κάνει. Αυτό που είμαι ως άνθρωπος…»
Με το σκουφάκι του ΝΑΟΚ, παίρνει τους πρώτους του αγώνες. Περιφερειακή, πανελλήνια υποδομών… Εκ των πρώτων (και για μία τριετία) προπονητών του, ο (νυν του Ναυσίθοου) Κώστας Τόμπρος (φωτό). Λίγο μετά τον άθλο, έσπευσε, συγκινημένος, να σπείρει μνήμες – μέσω του διαδικτυακού λαβύρινθου των socialmedia: «Από τα παιδικά του χρόνια στο νησί, την Ολυμπιάδα του 2004, μέχρι και σήμερα ο δρόμος ήταν δύσκολος και τα κύματα πολλά. Ο Σπύρος τελικά τα κατάφερε. Το πίστεψε και πήρε το μετάλλιο που δικαιωματικά του ανήκε. Δεν έχει σημασία το χρώμα, σημασία έχει ότι πέτυχε το στόχο που είχε βάλει. Σαν προπονητής νοιώθω περήφανος που κάναμε μαζί, έστω για 3 χρόνια, τα πρώτα βήματα της αγωνιστικής κολυμβητικής του καριέρας και είχα την τιμή να προπονήσω ένα τόσο μεγάλο ταλέντο και να τον γνωρίσω, τόσο σαν αθλητή, όσο και σαν χαρακτήρα. Συγχαρητήρια Σπύρο… Μπράβο Νίκο…»
Μέχρι τα 16 του, όλα κυλούσαν όπως, πάνω- κάτω, για δεκάδες άλλα παιδιά της ηλικίας του. Τότε ήταν που άρχισε, δειλά- δειλά, η κουβέντα για την προοπτική του πρωταθλητισμού. Το ήθελε. Του ‘χαν πει και οι «δασκάλοι» πως μπορούσε. «Αλλά στην Κέρκυρα, δεν υπήρχε τρόπος να το κάνω…». Και παίρνει την απόφαση. Τελειώνει το σχολείο και στα 17-18 βρίσκει ευκαιρία κι ανεβαίνει με το κλιμάκιο της Εθνικής, Θεσσαλονίκη…
Θα έμενε για ενάμιση χρόνο. Δύσκολα, πολύ… Αλλά «γεμάτα»: «Δεν ήταν τόσο η φυγή από το σπίτι, όσο η μοναξιά. Αλλά ποτέ, ούτε μία φορά, δεν πήρα τη μάνα μου ή τον πατέρα μου για να τους πω ότι ήθελα να γυρίσω πίσω. Ήθελα τόσο πολύ να κολυμπάω και, από την άλλη, ένιωθα πως είχα ένα χρέος απέναντί τους, γιατί έδιναν τόσα χρήματα για μένα, ενώ οι ίδιοι δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα…». Τότε ήταν που συμμετείχε και στην πρώτη μεγάλη του διοργάνωση: το Ευρωπαϊκό Εφήβων/ Νεανίδων, στην Αμβέρσα (1998).
Αρχές του ’99 – Πρωτοχρονιά, λίγο μετά-, μ’ ένα ψιλοσακατεμένο Uno («ίσα που δούλευε»), κατεβαίνει στην Αθήνα. Γι’ αρχή, μένει σ’ ένα ξενοδοχείο που του ‘χε βρει ο προπονητής του, Νίκος Γέμελος. Ο έκτοτε «αδελφός» του… Μέντορας, τα πάντα του… Κι αργότερα, κουμπάρος του… «Μου βρήκε σπίτι, τακτοποιήθηκα, ταίριαξα αμέσως και με το κλίμα στον Ολυμπιακό – μέσα σε μία εβδομάδα, από εκεί που έλεγα “πώς θ’ αντέξω εδώ;”, είχα “στρώσει”…».
Ο Σπύρος της Κέρκυρας είχε γίνει, μόλις, Σπύρος της Ελλάδος. Ο Σπύρος μιας πανελλήνιας οικουμενικότητας, που, ωστόσο, είχε πάντα της το χώρο για όλα αυτά που είχαν ρίξει το πρώτο, εύφορο χώμα: «Οπου κι αν πήγαινα, όπου κι αν πάω, αυτή την Κέρκυρα, την κουβαλώ πάντα στο σάκο μου». Τότε, δεν το ήξερε. Δέκα οκτώ χρόνια μετά, κάτω απ’ τον ίσκιο του πελώριου, μαρμάρινου Χριστού στο Κορκοβάντο, θα το μάθαιναν οι πάντες…