Σαν σήμερα πριν από 52 χρόνια, στα 23 του χρόνια, πάτησε γερά με τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια τα χώματα ενός θρυλικού σταδίου, ενώ νόμιζε πως ονειρευόταν. Ένα φτωχόπαιδο της Κέρκυρας. Πριν μάθει τα πρώτα γράμματα είχε μαγευτεί σε μιαν αλάνα της Γαρίτσας από τη μπάλα. Έμελλε μέσω της συνοικιακής ομάδας του Ολύμπου να διαγράψει εκπληκτική ανοδική πορεία, φτάνοντας ως τον Όλυμπο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου στην εποχή του: Το λονδρέζικο γήπεδο Γου-έ-μπλε-ϊ!
«Πώς να μη τα θυμάμαι όλα σαν σήμερα; Ξεχνιούνται αυτά; Ένιωθα τρισευτυχισμένος μπαίνοντας στο Γουέμπλεϊ…», θυμάται ο Γιώργος Βλάχος ανακαλώντας στη μνήμη του γι’ αυτές τις γραμμές εκείνη την αξέχαστη μέρα, ενώ διανύει τα 75 του πια.
Φόραγε τη φανέλα με το Νο 3 στην ενδεκάδα του Παναθηναϊκού που παρατάχθηκε στο Γουέμπλεϊ για τον τελικό του σημερινού Τσάμπιονς Λιγκ που τότε λεγόταν Κύπελλο Πρωταθλητριών ομάδων Ευρώπης, αντιμέτωπη εκεί με τον τρανό Άγιαξ της Ολλανδίας και του Γιόχαν Κρόιφ. Τι κι αν η ομάδα του εκείνη τη δεύτερη μέρα του Ιουνίου του 1971 έχασε με σκορ 2-0 και το τρόπαιο; Μέτραγαν σαν νίκη και όλα τα άλλα, ο πηγαιμός εκεί, το γεγονός. Ουσιαστικά ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής ήταν ακόμα, όπως και οι άλλοι Έλληνες συμπαίκτες του.
Είχε τη θέση του αριστερού μπακ. Την κέρδισε στην ομάδα του Παναθηναϊκού από τον φημισμένο Ούγγρο προπονητή του Φέρεντς Πούσκας, μολονότι έπαιζε και καλύτερα ως δεξιοπόδαρος πολλές φορές, όπως και στην πρώτη του ομάδα, που δεν βγήκε ποτέ από την καρδιά του.
Ποιαν άλλη βέβαια, τον Όλυμπο της συνοικίας του.
«Είχαμε προπονητή τον Σπύρο Μπούα για μερικά χρόνια, αυτός με δέχθηκε, αυτός με έβαλε και στην πρώτη ομάδα. Με βοήθησε πολύ, μου άνοιξε το δρόμο», εξηγεί για τον Όλυμπο των αρχών και των μέσων της δεκαετίας του 1960 και την ένταξή του στον ιστορικό αυτό σύλλογο.
«Όχι μόνο ιστορικός, είχε και την καλύτερη ομάδα στην Κέρκυρα ο Όλυμπος. Με αστέρια, με ποδοσφαιριστές αξίας. Πρόεδρος ήταν ο Σπύρος Τσόρης, δραστήριος πολύ. Η ομάδα έβγαζε αθλητικό ήθος. Μας άρεσε ο αθλητισμός. Είχαμε και Ιταλό προπονητή, τον Ντομένικο. Μου πρότεινε να με στείλει στην ομάδα της Λέτσε, στην Ιταλία. Τότε όμως πέθανε ο πατέρας μου, άλλαξαν όλα στη ζωή μου».
Και… α, όλα κι όλα, πέρα από αυτό, παρόλο που δεν πολυδιάβαζε, ήθελε να γενεί και επιστήμονας. Όπως και έγινε. Στα 27 του, το 1975, αποφοίτησε από τη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Θα συνέχιζε στη Νομική Σχολή, αν δεν του τύχαιναν μαζεμένες κάποιες αναποδιές. Τον τράβαγε το Διπλωματικό Σώμα. Αυτόν, που μικρός παρατούσε τα μαθήματα για τη μπάλα κι είχε μείνει στην ίδια τάξη δύο φορές, στο 2ο Γυμνάσιο της πόλης, σνομπάροντας τα Αρχαία και τα Μαθηματικά μαζί!
Αχ αυτή η πλανεύτρα Γαρίτσα κι αυτός ο Ανεμόμυλος με τις αλάνες τους και την άπλα τους και τη φτώχειά τους και τις χαρές τους σαν Συνοικία «Το Όνειρο»!
Εκεί που δίπλα στην εκκλησιά της Τριμάρτυρος στέκει τώρα ένα μικρό σουπερμάρκετ στο ισόγειο παλιού αρχοντικού με δυο μεγάλα πατώματα βρισκόταν καφενείο με επιγραφή «Καφεζυθεστιατόριον», που ανήκε στον πατέρα του Χρήστο Βλάχο. Σε στενό εκεί κοντά προς την πόλη, πιο πέρα από το εργοστάσιο του Δεσύλλα, ήταν το σπίτι της οικογένειας κι εκεί είδε το φως τις 13 Νοεμβρίου 1948 ο γιος με τα καλά πόδια. Νοικιασμένο το μαγαζί, νοικιασμένο και το σπίτι. Εκεί μεγάλωσε ο Γιώργος. Μικρός, έγινε και σερβιτόρος, εκτός από μπαλαδόρος που όταν δεν είχε παρέα με μπάλα έφτιαχνε ο ίδιος μία με πανιά.
Ποιος Γιώργος δηλαδή, Γαλιάντρα τον ανεβάζανε, Γαλιάντρα τον κατεβάζανε. Μ’ αυτό το παρατσούκλι, που είχε δοθεί στον καλλίφωνο πατέρα του μια που και την «καλημέρα» στις καλές του τη συνόδευε με μελωδικό τραγούδι, τον φώναζαν και τον Γιώργο οι περισσότεροι, από νωρίς – και του ‘μεινε κι αυτού, στις παρέες, στα σχολειά και στον Όλυμπο, στη Γαρίτσα και σ’ όλη τη Χώρα όταν το άστρο του έλαμψε. Ήταν εργατικός στο μαγαζί και μαζί πολυμήχανος, μα και ακατάβλητος, από νωρίς. Τι οδυνηρές πτώσεις με το κεφάλι από τα κουρτελάτσα του Ανεμομύλου κυνηγώντας μια μπάλα, τι σκανδαλιές, τι κολύμπι καταχείμωνα σε παγωμένα νερά και νοτιά να τον τραβάει στην Αλβανία για να σώσει μιαν αλλη μπάλα μετά από στραβοκλωτσιά, τι δραπετεύσεις από το σπίτι για να πάει κρυφά στο γήπεδο και να παίξει πρώτη φορά με τα τσικό του Ολύμπου, έπεισε τελικά τον αρχηγό της οικογένειας – που τον είχε στείλει για κάποιες τάξεις του δημοτικού στο μακρινό χωριό Πεντάτι – ότι, τέρμα, «Όλυμπος και ξερό ψωμί». Κάπως έτσι. Καλύτερα στον Όλυμπο, σκέφτηκε ο πατέρας καφετζής, που το καλοκαίρι με τη βοήθεια του Γιωργάκη σέρβιρε και ψητό κρέας με ούζα σε τραπεζάκια στα δέντρα του άλσους, παρά να το βρίσκει το παιδί το πυκνό σκοτάδι με μια μπάλα στα πόδια να τρέχει σαν να ‘ναι σε γήπεδο – με δέντρα για δοκάρια – πλάι στην παιδική χαρά του Ανεμομύλου!
Έτσι, πριν πιάσει την εφηβεία ο τζούνιορ Γαλιάντρας υπέγραψε και επισήμως, γιατί βέβαια είχε υπογράψει και νωρίτερα χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα του, στον Όλυμπο. Σώζει φωτογραφία του – και την έθεσε κι αυτή στη διάθεσή μας – με στολή των τσικό της ομάδας, μικρούλης. Ήταν η σεζόν 1961/1962.
«Ανεμομυλιώτης είμαι ή μάλλον, πως να το πω, Γαριτσο-Ανεμομυλιώτης, στα σύνορα που λέμε Ανεμομύλου και Γαρίτσας εζούσα, πού αλλού να ήθελα να πάω; Άσε που από τότε η ομάδα είχε ήδη κάτι σαν λάμψη», που βέβαια λίγο μετά άστραψε για τα καλά κι έγινε σχεδόν αίγλη. Δεν άργησε ο Γιώργος να περάσει στην πρώτη, την κανονική ομάδα. Πεννιές με τη μπάλα, παίκτες με τέχνη, με προσόντα πολλά, προπονητής Ιταλός, ο σινιόρ Ντομένικο.
«Τους είχα μιλήσει και ήρθαν τότε στον Όλυμπο, θυμάμαι, ο Νάσος Μπρεντάνος, ο Αντώνης Αλεξάκης από την Αλεπού, ο Κώστας Γκασιάλης από το Σαρόκο, άλλοι. Με τον Νάσο παίζαμε παρέα στον Ανεμόμυλο, παίζαμε πολύ και στου Μπελώτη, στην αλάνα που υπήρχε τότε απέναντι από την είσοδο της πλαζ του Μον Ρεπό. Κάναμε και αγώνες σαν τουρνουά με άλλες ομάδες της πόλης ή προαστίων. Στον Όλυμπο γίναμε πολύ δυνατή ομάδα, με τέχνη, χαιρόσουν να τη βλέπεις. Όλοι φίλοι καλοί ήμασταν. Μετά τους αγώνες εντός έδρας πηγαίναμε όλοι στο καφενείο του Αγόρη απέναντι από το περίπτερο της Λύγερης στη Γαρίτσα και τραγουδάγαμε σαν μια οικογένεια. Σκούπουρας, Ζουμπουλίδης, Μανέτας, Κώτσης, Τάντης κι άλλοι κι άλλοι φίλοι καλοί και άξιοι μέσα στο γήπεδο. Κι ο Νίκος ο Λυκίσσας βέβαια, που έφυγε τώρα κοντά… Κι ο Κώστας Παπαναστασίου που έφυγε πιο νωρίς… Ομάδα να την καμαρώνεις».
Παξινιά προκομμένη η μάνα του Αιμιλία Κοκκίνου, θυμάται, του το ξέκοφτε, χωρίς σταματημό: «Κάμε ό,τι θέλεις, μα να σπουδάσεις κιόλας! Να χτυπιέσαι θα το πάρεις το χαρτί του σχολειού!…». Πήρε από το πείσμα της.
Στο 2ο Γυμνάσιο που πήγε μερικά χρόνια η αθλητική ομάδα με τον ίδιο βγήκε πρώτη μια χρονιά σε σχολικούς αγώνες. Αυτό ήταν το πρώτο του κάπως επίσημο πρωτάθλημα.
Ζητούσαν τα παιδιά στον Ανεμόμυλο και στη Γαρίτσα κάποιες βοήθειες εδώ κι εκεί – λέγοντας και κάλαντα – για τις μικρές ομαδούλες τους, για να ‘χουν λίγες μπάλες πριν απ’ όλα. «Οι βασιλείς δεν μας δίνανε λεφτά, μας δίνανε οι φρουροί. Σιγά – σιγά αγόρασα μια μπάλα».
Έπαψε να υπάρχει ο πατέρας το 1965, όλα ζόρισαν πολύ, άφησε οικογενειακώς ο Γιώργος τη Γαρίτσα και την Κέρκυρα για να ζήσει σε σπίτι στενού συγγενή του στην Αγία Παρασκευή στην Αθήνα. Μα ο Όλυμπος, Όλυμπος. Συνέχισε τα γράμματα μα ερχόταν για να παίζει, πήγαινε όπου έπαιζε ο Όλυμπος. Για δύο χρόνια περίπου. Ώσπου δεν γινόταν άλλο και κάπως επεισοδιακά, την περίοδο που η Χούντα των συνταγματαρχών κήρυξε τον Όλυμπο «ανυπάκουο» και του επέβαλε βαριές ποινές στερώντας του κιόλας τους πιο καλούς παίκτες του, χώρισαν για πάντα οι ποδοσφαιρικοί δρόμοι τους, μα οι καρδιές όχι για πολύ. Έγινε ομάδα του η ομάδα του νέου τόπου της διαμονής του. Κι αφού αγωνίστηκε σε αυτήν της Αγίας Παρασκευής τη σεζόν 1968/1969 πέρασε μετά στον Παναθηναϊκό, έχοντας διατελέσει και μέλος της Εθνικής ομάδας των Ελπίδων. Φτάνοντας αργότερα στη δόξα και του Γουέμπλεϊ.
Για να συνεχίσει, μετά τον Παναθηναϊκό και τις σπουδές του, στην ομάδα του ΟΦΗ, στο Ηράκλειο της Κρήτης όπου και στέριωσε κάνοντας τη δική του φαμίλια και άλλες δουλειές εκεί, μαζί και του προπονητή σειράς τοπικών ομάδων, χωρίς να ξεχάσει ούτε την Αγία Παρασκευή ούτε καθόλου τον γενέθλιο τόπο του. Αθόρυβα, τον επισκέπτεται όσο μπορεί πιο συχνά. Και ταπεινά. Γλιτώνοντας κάποτε με τραύματα από σοβαρό τροχαίο ατύχημα έκανε τάμα ν’ ανάβει ο ίδιος ένα κερί στον Άγιο Σπυρίδωνα κάθε χρόνο, αν είναι δυνατόν, δίνοντας το «παρών» σε κάποια λιτανεία. Ξαναπηγαίνει και στην εκκλησιά της Τριμάρτυρος, που – τι σύμπτωση κι αυτή – κάποτε την είχαν φτιάξει πρόσφυγες Κρητικοί, φτάνοντας στην Κέρκυρα.
Πορεύτηκε ως αθλητής και αγωνιστής από παιδί, πρόθυμος ίσαμε τώρα να βοηθήσει όπως μπορεί στα αθλητικά δρώμενα. Πέρα από ποδοσφαιριστής, αθλητής στίβου ήθελε επίσης να γίνει στα μικρά του χρόνια στην Κέρκυρα. Δοκίμαζε τις δυνάμεις του σε αγώνες δρόμου που οι δρομείς ξεκινούσαν από το μαγαζί του Σπύρου Τσόρη πλάι στην Πλακάδα τ’ Αγιού με κατεύθυνση προς το Μον Ρεπό, έστριβαν στον δρόμο του «Αρίωνα», έβγαιναν στον Μύλο και γύριζαν από τον παραλιακό δρόμο στην αφετηρία. Είχε δοκιμαστεί με κάποια συγκυρία και ως ακοντιστής και είχε καταγράψει αξιοσημείωτη επίδοση, πολύ πριν εξακοντιστεί ποδοσφαιρικά ως το Γουέμπλεϊ και κερδίσει συμβολικά και μια θέση στην Αστυνομία Πόλεων στο πλαίσιο τιμητικών διακρίσεων της εποχής .
Δεν ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του. Είχε πρωταγωνιστήσει στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μαζί με άλλους παίκτες, στην ίδρυση του Πανελλήνιου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (ΠΣΑΠ), υποστηρίζοντάς τον επί μακρόν. «Χρειάζεται ο συνδικαλισμός».
Πριν από λίγους μήνες, όταν ο ποδοσφαιρικός Παναθηναϊκός έκανε άλλη μία κίνηση ένδειξης τιμής προς τον ίδιο και άλλους παλαιούς σαν αυτόν ποδοσφαιριστές στο διάλειμμα ενός αγώνα στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, φάνηκε ακόμη, εκτός από σεμνός, ακατάβλητος. Ανταποκρίθηκε στις επευφημίες υψώνοντας τη γροθιά του.
Κάμποσα χρόνια νωρίτερα μπήκε και βγήκε από την πολιτική κονίστρα, σαν να μην μπήκε. Είχε ανταποκριθεί για λίγο σ’ ένα κάλεσμα της Ντόρας Μπακογιάννη στην Κρήτη, τότε που εκείνη έφτιαχνε νέο κόμμα. Γρήγορα αποτραβήχτηκε, σαν να μετάνιωσε. «Αποσύρθηκα». Όπου μπορεί να φανεί χρήσιμος στην υπόθεση του αθλητισμού είναι «πάντα μέσα», χωρίς να μετράει ποιος κυβερνάει. Ένας γιος του ασχολήθηκε και με το ποδόσφαιρο στην Κρήτη. Η οικογένεια δούλεψε εκεί κι ένα μαγαζί με παπούτσια.
Συνεργάτης του Φέρεντς Πούσκας στον Παναθηναϊκό, ο μεγαλωμένος σε ουγγρικά μέρη Νίκος Σακούλης που συμπάθησε την Κέρκυρα στο πρόσωπο του Γιώργου Βλάχου και ενός άλλου Κερκυραίου παρόντα δίπλα στους παίκτες στο Γουέμπλεϊ, έχει τις καλύτερες αναμνήσεις για εκείνον που πολλοί τον θεωρούν έναν από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες αριστερούς οπισθοφύλακες. Θυμάται ότι χρέη φυσιοθεραπευτή της ομάδας στο Γουέμπλεϊ είχε αναλάβει ένας άλλος Κερκυραίος, ο γιατρός Χρήστος Μεταλληνός. «Τον Γιώργο Βλάχο», μας λέει, «τον γνώρισα το 1970, όταν βρέθηκα, ως συνεργάτης του Πούσκας, στον Παναθηναϊκό. Ήταν ένας ήσυχος, επιμελής και καθαρός στο παιχνίδι του παίκτης. Στην ομάδα των επιστημόνων που ήταν τότε ο Παναθηναϊκός, με τον Καμάρα, τον Σούρπη και τους άλλους, αυτός είχε τη δική του σημαντική παρουσία, ως φοιτητής. Ο Πούσκας τον καθιέρωσε στην πρώτη ομάδα, ως αριστερό μπακ. Ήταν γρήγορος, με καλά ρεφλέξ, καλή τεχνική και μπορούσε να προωθείται στην επίθεση. Τη φωνή του δεν την άκουγες, μιλούσε με την απόδοσή του. Αγωνίστηκε σε όλους τους αγώνες του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης και αντιμετώπισε με αξιοσημείωτη επιτυχία σπουδαία εξτρέμ της εποχής του. Δεν θυμάμαι να κλώτσησε ποτέ κάποιον αντίπαλό του ή να δέχτηκε ποτέ κόκκινη κάρτα, πράγμα σπάνιο για αμυντικό παίκτη».
Ναι, έπαιζε ποδόσφαιρο δημιουργικό, όχι καταστροφικό, ο Γιώργος Βλάχος. Είχε σουτ ευθύβολο και τεχνικό, έγραψαν μεγάλοι αθλητικογράφοι. Συνδύαζε το μοντέρνο και το κλασικό ποδοσφαιρικό στυλ. Ήταν αγαπητός στους φιλάθλους. Τον σέβονταν.
Έχουν να λένε για την πολυετή δημιουργική συμβολή του «παίκτη – τζέντλεμαν», όπως τον χαρακτήριζαν, στην πορεία εκείνης της ερασιτεχνικής ακόμα κατά βάση ομάδας του Παναθηναϊκού όταν έφτασε εκεί που έφτασε. Αγωνίστηκε με τα χρώματά της σε επτά σεζόν από το 1969 έως το 1976, στη διάρκεια της οποίας δύο φορές στέφθηκε πρωταθλητής Ελλάδας και ξέφυγε από τη φτώχεια. Ήταν βασικό και αναντικατάστατο μέλος της ομάδας του σε όλους τους αγώνες της ευρωπαϊκής διοργάνωσης που τον οδήγησαν στο Γουέμπλεϊ. Ως ποδοσφαιριστής και του Παναθηναϊκού και του ΟΦΗ μέτρησε συνολικά 347 συμμετοχές σε ισάριθμους αγώνες του πρωταθλήματος των κορυφαίων ελληνικών ομάδων.
«Ωραία και τα φοιτητικά χρόνια. Στην Πάντειο, καθώς δεν επιτρεπόταν το “Κάτω η χούντα” το σύνθημα των παιδιών ήταν “Κάτω το ποδόσφαιρο”. Μου ζητούσαν εισιτήρια για τους αγώνες, τους έδινα όσα μπορούσα, όσα έβρισκα».
Θλίβεται μαθαίνοντας για την κακή κατάσταση των υποδομών στο Στάδιο της πόλης ή εκείνων σε άλλες αθλητικές δομές του νησιού και για τις μεγάλες ελλείψεις στον τομέα του αθλητισμού.
«Πρέπει να στηριχτεί ο ερασιτεχνικός αθλητισμός», είναι τα λίγα μα αρκετά λόγια, με τα οποία ενώνει νοερά τη δική του φωνή μ’ εκείνη άλλων παλαιών αθλητών του τόπου για τις αθλητικές εγκαταστάσεις της Κέρκυρας.
«Χαιρετισμούς κι ευχές», στέλνει, «σε όλους τους παλιούς του Ολύμπου, στη Γαρίτσα, στον Ανεμόμυλο, στους ανθρώπους που ασχολούνται με τον αθλητισμό. Συγκινούμαι… Με τούτα και με τ’ άλλα σαν να ξαναζώ όλα εκείνα και τούτη τη μαγική μέρα στο Γουέμπλεϊ!».
ΟΡΦΕΑΣ ΡΙΤΣΟΣ