Τρία χρόνια μετά τη μετοίκησή του σε Θεσσαλονίκη και Μάντσεστερ, ο νεαρός bomber επέστρεψε νησί για το μεγάλο μπασκετικό εγχείρημα της Γ’ Εθνικής και εξομολογήθηκε βιώματα και βλέψεις στο Corfusports.com.
*
«Έλαμψε» στα Πρωταθλήματα υποδομών (Παίδες-Έφηβοι) της ΕΣΚΑΒΔΕ ως bomberολκής. Δύο τελικοί, βασικός point – guard της ανδρικής ομάδας, «allstar» στο αναπτυξιακό τουρνουά της ΕΟΚ στην Καλαμάτα, μέλος της ομάδας επίλεκτων Ελλάδας της ηλικίας του στο διεθνές αναπτυξιακό τουρνουά του Κολινδρού, μέλος της μικτής της Περιφέρειας. Ημέρες Φαίακα… Το 2014 «μετοίκησε» στη συμπρωτεύουσα. Πετυχαίνοντας ανάμεσα στους πρώτους της χρονιάς στο ΤΕΦΑΑ Θεσσαλονίκης. Εντάχθηκε, τόσο ως παίχτης όσο και ως κόουτς, στη «μεγάλη του Μαντουλίδη σχολή», σ’ έναν αθλητικό οργανισμό που αποτελεί τομή στην παραγωγική και αναπτυξιακή διαδικασία, με πολλές διακρίσεις στις «μικρές» ηλικίες και με ανάδειξη αμέτρητων παιχτών. Ώσπου πέρσι (2016-’17), συνδυάζοντας σπουδές και μπάσκετ, αγωνίστηκε με την ομάδα του πανεπιστημίου του Μάντσεστερ στο πανεπιστημιακό και στο εθνικό πρωτάθλημα της Αγγλίας, στο οποίο διακρίθηκε ως σκόρερ και ως πασέρ. Φέτος επέστρεψε νησί. Για το μεγάλο κερκυραϊκό μπασκετικό εγχείρημα: Φαίακας-KCB, η Γ’ Εθνική. Ο Τζωρτζής Παυλογιάννης μίλησε στο Corfusports.comγια την επιλογή του, όσα έζησε την τελευταία «γεμάτη» τριετία και τα… καλύτερα που έρχονται.
– Αλήθεια Τζωρτζή, να ξεκινήσω από το τελευταίο. Γνωρίζω ότι ομάδες εθνικών κατηγοριών από τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία σε ήθελαν διακαώς. Γιατί, λοιπόν, στο Φαίακα, μακριά από την πόλη που σπουδάζεις και μάλιστα ανιδιοτελώς;
Κοιτάξτε, είχε ξεκινήσει από πέρυσι, όταν γύρισα από την Αγγλία, μια συζήτηση για επιστροφή, που για διάφορους λόγους δεν ολοκληρώθηκε. Αποτελούσε κίνητρο ότι μια ομάδα του τόπου μου θα παίξει στη Γ’ Εθνική κατηγορία, ότι θα συναντούσα παλιούς μου συμπαίχτες, ότι θα συνεργαζόμουν με ανθρώπους που γνώριζα, ότι θα συμμετείχα σ’ ένα «πρότζεκτ» που η Κέρκυρα το ζητούσε χρόνια. Ήταν κάτι που το θέλαμε και το σκεφτόμασταν απ’ όταν έπαιζα ακόμα εδώ και τώρα που γίνεται πραγματικότητα δεν γινόταν να μην ήμουν κομμάτι αυτής της προσπάθειας. Σε πολλά θέματα λειτουργώ πρώτα με το συναίσθημα.
– Γνωρίζεις καλά την Γ’ Εθνική, πώς βλέπεις τα πράγματα εδώ; Είσαι αισιόδοξος;
Η προτεραιότητα μιας ομάδας που ανεβαίνει για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό στη Γ’ Εθνική είναι να εξασφαλίσει την σωτηρία της στην κατηγορία όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, καθώς μιλάμε για μια δύσκολη και «σκληρή» κατηγορία, όπου οι περισσότερες ομάδες αγωνίζονται χρόνια εκεί και έχουν την εμπειρία να την διαχειριστούν. Παρ’ όλα αυτά, έχοντας παίξει πολύ πρόσφατα σε αυτήν την κατηγορία με τον «Μαντουλίδη», μπορώ να πω ότι το αθλητικό και προπονητικό δυναμικό και η δουλειά που γίνεται εδώ μας κάνουν αισιόδοξους για την πορεία της ομάδας σε αυτήν την κατηγορία.
– Μεγάλο σχολείο ο «Μαντουλίδης», έτσι;
Όπως το είπατε, ένα από τα καλύτερα αθλητικά προγράμματα στην Ελλάδα. Μοναδική περίπτωση ομάδας που αγωνίζεται σε εθνική κατηγορία με μέσο όρο ηλικίας παιχτών που δεν περνά τα 20 χρόνια. Οι άνθρωποι της διοίκησης, οι προπονητές, οι εγκαταστάσεις και η οργάνωση ήταν όλα εξαιρετικά. Οι αγωνιστικές επιτυχίες και οι πολλοί παίχτες που στελεχώνουν σήμερα το ελληνικό μπάσκετ και ξεκίνησαν από εκεί δεν αποτελούν βέβαια τυχαίο γεγονός. Νιώθω τυχερός που ήμουν μέλος αυτής της ομάδας ως παίχτης και ως προπονητής.
– Ακούω για την εμπειρία να δουλεύεις με τον κόουτς Νικολαΐδη.
Πράγματι, είναι μοναδικό γεγονός. Ήταν προπονητής μου στη δεύτερή μου χρονιά στον «Μαντουλίδη» και ήμουν συνεργάτης του στις «Ακαδημίες» την ίδια περίοδο. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει πάνω στο μπάσκετ είναι μοναδικός. Με βοήθησε πολύ στο να διαβάζω το παιχνίδι και να θέτω ως προτεραιότητα την οργάνωση της ομάδας. Κυρίως μου δίδαξε ότι ο μόνος τρόπος να πετύχεις σε ότι κάνεις είναι να αφοσιώνεσαι σε αυτό 100%.
– Άλλοι προπονητές;
Είμαι της άποψης ότι όλοι οι προπονητές έχουν κάτι να σου δώσουν και όλοι προσθέτουν ένα λιθαράκι σε αυτό το οποίο γίνεσαι. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να μην αναφέρω κάποιον. Τα πρώτα ευαίσθητα μπασκετικά μου χρόνια έμαθα τα βασικά από τον Σπύρο Παλληκύρα. Τα αγωνιστικά μου χρόνια στις μικρές κατηγορίες είχα τους Βασίλη Κονιδάρη, Δήμο Παπαδάτο και φυσικά την Φλώρα Χάρη, με την οποία βελτιώθηκα απίστευτα και φτάσαμε μαζί σε δυο τελικούς. Στην αντρική ομάδα του Φαίακα είχα τους Άκη Γεωργίου και Νίκο Μπαλό. Στον «Μαντουλίδη» είχα τους Ρούλη Αλμπάνη, Μανώλη Σουανιδη, Στράτο Καραμανώλη και βέβαια τον Δημήτρη Νικολαΐδη. Στο πέρασμά μου από την Αγγλία είχα τον Λιθουανό CesMateikovic. Ευχαριστώ τον καθένα ξεχωριστά για όσα μου έμαθαν.
– Τζωρτζή, σπουδάζεις από επιλογή ΤΕΦΑΑ, παρότι μπορούσες να επιλέξεις πιο «υψηλές και δημοφιλείς» σχολές, γιατί;
Η απάντηση είναι εύκολη: Μεγάλωσα παίζοντας μπάσκετ από πέντε ετών. Έβλεπα όλα τα σπορ στην τηλεόραση και, όποτε μου δινόταν η ευκαιρία, «live». Επίσης, είχα δίπλα μου ανθρώπους του αθλητισμού που με ενέπνευσαν. Ήταν σχεδόν μονόδρομος να ασχοληθώ με αυτό. Όσο για το ότι μπορούσα να σπουδάσω κάτι πιο «δημοφιλές» βάσει βαθμολογίας, θεωρώ ότι το να κάνεις το χόμπι σου επάγγελμα είναι ιδανικό και αυτό ακριβώς επέλεξα να κάνω.
– Κάτι τελευταίο;
Νομίζω ότι χρειάζεται μια αναφορά στον κ. Μακρίδη που και πέρυσι και φέτος, σε δύσκολες περιόδους, στηρίζει με όλες τις δυνάμεις του αυτήν την προσπάθεια. Εκτιμώ ότι αυτή η προσπάθεια πρέπει να στηριχθεί σε όλα τα επίπεδα από το φίλαθλο κόσμο της Κέρκυρας για να έχει επιτυχία και συνέχεια.