Το «Νενικήκαμεν» του… Γιαννιώτη, ο Καίσαρης, η Παλαιά Φιλαρμονική και η εν γένει μουσική προσφορά της Κέρκυρας στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, του 1896.
Στη βασική φωτό: οι Φιλαρμονικές στο Καλλιμάρμαρο κατά την τελετή λήξης των Αγώνων του 1896 (βλ. κι ένθετη αριστερά) και (ένθετη δεξιά), ο συνθέτης του “Νενικήκαμεν”, Ιωσήφ Καίσαρης.
«Κήπος του Λαού», απόγευμα Δευτέρας (22/8), η εκδήλωση του Δήμου Κέρκυρας προς τιμήν του Σπύρου Γιαννιώτη. Από πλευράς της Φιλαρμονικής Εταιρείας Κέρκυρας, «ανακοινώνεται» μια σκέψη. Το 1896, πρώτοι, είχαν παίξει, το «Νενικήκαμεν» του (Κερκυραίου) Ιωσήφ Καίσαρη. Για τον Λούη. Τώρα θα τον ξανάπαιζαν. Για έναν άλλο Σπύρο. Δικό μας, Κερκυραίο…
Κατεγράφη ως μια απ’ τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του απογεύματος. Αλλά και μια πρώτης τάξεως αφορμή, για λίγη ιστορία… Το «Νενικήκαμεν»… Ο Καίσαρης… Η Παλαιά… Οι πρώτοι Αγώνες, του ’96…
Η Κέρκυρα είχε σπουδαία συμμετοχή και προσφορά σ’ εκείνο το άγιο ξεκίνημα του Καλλιμάρμαρου, πριν από 120 χρόνια… Και το Corfusports.com, επιχειρεί να προσεγγίσει (με κύρια –αλλά ουχί μοναδική- πηγή, τη μελέτη της Στεφανίας Μεράκου, του «Λίλιαν Βουδούρη», «Μουσική και Μουσικοί στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 1896»).
Ιωσήφ Καίσαρης… Γεννημένος στην Κέρκυρα το 1845 (-1923 στην Αθήνα), ο Ιωσήφ Καίσαρης (αδελφός του επίσης διακεκριμένου αρχιμουσικού, Σπυρίδωνος Καίσαρη), σπούδασε μουσική στην Παλαιά Φιλαρμονική, με δάσκαλο τον Νικόλαο Μάντζαρο και, κατόπιν, συνέχισε στο εξωτερικό.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, διετέλεσε αρχιμουσικός σε Φιλαρμονικές των Ιονίων, ώσπου το 1889 κατατάχθηκε στη στρατιωτική μουσική μπάντα.
Με εξέλιξη ραγδαία (το 1896 μαρτυρείται διευθυντής της Ηνωμένης Φρουράς των Αθηνών – με πρωταγωνιστική παρουσία στις καλλιτεχνικές / μουσικές εκδηλώσεις που πλαισίωσαν τους Αγώνες και το 1905 γενικός ανώτατος επιθεωρητής της στρατιωτικής μουσικής και της μπάντας της ανακτορικής φρουράς).
Το «Νενικήκαμεν», με σαφή αναγωγή (ως προς τον τίτλο) στην αποδιδόμενη στον Φειδιππίδη αναφώνηση, μετά τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), αποτελεί ένα απ’ τα πλέον εμβληματικά κομμάτια της συνθετικής του δράσης (πλην άλλων, συνέθεσε το εμβατήριο «Αβέρωφ», το γαμήλιο εμβατήριο του πρίγκηπα Γεωργίου και της Μαρίας Βοναπάρτη, θεατρικά, βαλς και πόλκες. Λαμβάνοντας, από πολλούς, το προσωνύμιο «ο Έλλην Γιόχαν Στράους»).
Σύμφωνα με τον ιστορικό Νίκο Πολίτη («Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, όπως τους έζησαν Έλληνες και Ξένοι», Πάτρα, 1996) πρωτακούστηκε στην τελετή λήξης των Αγώνων, στο Καλλιμάρμαρο (3 Απριλίου σύμφωνα με το παλιό, 15 Απριλίου σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο), συνοδεύοντας την παρέλαση των Ολυμπιονικών. Κατά, δε, τον Τάκη. Καλογερόπουλο («Το λεξικό της ελληνικής μουσικής», Αθήνα, 1998- 2002), το έργο συνετέθη (ειδικά) για τον Σπύρο Λούη, νικητή του Μαραθωνίου, ενδεχομένως, δε, να ταυτίζεται με το (σε άλλες πηγές σωζόμενο ως) «Μαρς των Ολυμπιονικών».
Η παρτιτούρα του έργου, σύμφωνα με τον ιστορικό του αθλητισμού, Πέτρο Λινάρδο («Η κληρονομιά της πρώτης Ολυμπιάδας», εφημ. Βήμα, 2/10/2000), σώζεται στο Ε.Λ.Ι.Α. Ενώ στη Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος «Λίλιαν Βουδούρη», σώζεται η παρτιτούρα ενός δεύτερου έργου του Ι. Καίσαρη, που τον συνδέει επίσης με τους Ολυμπιακούς Αγώνες: «Ολύμπια, εμβατήριον δια κλειδοκύμβαλον, εργ. 92».
Σύμφωνα με ορισμένες πηγές (βλ. επιστολή Ι. Γραμματικού, πρόεδρος Φ.Ε.Κ., σε «Ημέρα τση Ζάκυνθος», 5/9/2012), η Παλαιά Φιλαρμονική, υπήρξε η μοναδική μη στρατιωτική μπάντα, που παιάνισε στην τελετή λήξης (διασώζεται φωτογραφία της τελετής λήξης, όπου το σώμα της Φ.Ε.Κ. διακρίνεται στο δεξιό άκρο). Αν και η, εντέλει, παρουσία της φαίνεται πως πέρασε από… χίλια κύματα, καθώς, σε πρώτο χρόνο, το, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, αίτημα για κάλυψη των εξόδων του ταξιδιού (συν 40 δρχ. ημερήσια αμοιβή για κάθε μουσικό), απορρίφθηκε απ’ την Επιτροπή (απ’ τα πρακτικά της Δ.Ε. της ΦΕΚ προκύπτει και προσπάθεια συνεννόησης με την Ολυμπιακή Επιτροπή, επειδή η μπάντα θα έφθανε καθυστερημένη στην Αθήνα, λόγω των υποχρεώσεών της στις εκδηλώσεις του Πάσχα- συνέπιπτε με τους πρώτους Ολυμπιακού).
Εντέλει, το θέμα ξεπεράστηκε. Και, αφού στην εφημερίδα «Σκριπ» της 21/3/1896 διαβάζουμε πως «εγνώσθη τηλεγραφικώς χθες, ότι η Φιλαρμονική της Κερκύρας απεφάσισε όπως έλθη εις Αθήνας», στο φ. 29/3/1896 της «Σφαίρας», σώζεται ρεπορτάζ από την άφιξη: «Την εσπέραν της χθες αφίκετο εις την ημετέραν πόλιν η μεγάλη Φιλαρμονική της Κερκύρας, απαρτιζομένη εκ 50 προσώπων υπό την αρχιμουσικόν κ. Σάσαλην (σ.σ. ο Πολίτης αναφέρει ως αρχιμουσικό της τον AndreaSeiller). Έφερον ωραίας στολάς μετά χρυσοποικίλτων κρανών και μετά της σημαίας αυτών, εφ’ ης αναγράφεται “Φιλαρμονική Μουσική Κερκύρας, 1840…» (βλ. «Η Ελλάδα πάντα μπορεί», Ελισάβετ Γράψα, Αθήνα, 2012).
Πλην της συμμετοχής της στην Τελετή Λήξης (αλλά και των τακτικών «υπηρεσιών» της σε δρόμους και πλατείες της πρωτεύουσας), μαρτυρείται η συμμετοχή της και σε λοιπές εκδηλώσεις. Για παράδειγμα, ο Διονύσης Λαυράγκας, στα «Απομνημονεύματά» του, αναφέρει ότι «κατείχε εξαιρετικήν θέσιν» σε συναυλία που πραγματοποιήθηκε (και υπό τη διεύθυνση το ιδίου), στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, με τη συμμετοχή «εξήντα χαλκίνων και κρουστών οργάνων» (αν και η συναυλία αναφέρεται στις 25 Μαρτίου, εντός της οποίας ημέρας, νωρίτερα, ο Λαυράγκας την αναφέρει παρούσα και στην Τελετή Έναρξης των Αγώνων, σημειώνοντας, μάλιστα, πως «μεταξύ των επαρχιακών Φιλαρμονικών, η της Κερκύρας, η και αρχαιότερη, τοποθετήθηκε τιμητικά πρώτη από όλες»).
Ενώ ο Bασίλης Καρδάσης («Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, 1896- 1906», Αθήνα, 2002), κάνει λόγο και για συναυλία που έδωσε, στις 29 Μαρτίου στην Πλατεία Συντάγματος και στην εφημερίδα «Εστία» βρίσκουμε αναφορά για τη συμμετοχή της σε λαμπαδηδρομία στους δρόμους της Αθήνας στις 31 Μαρτίου («έπονται οι φοιτηταί, ων προηγείται η Φιλαρμονική Κερκύρας…»). Ενδεικτικά…
Βεβαίως, πλην του «διπόλου «Ι.Καίσαρης / “Νενικήκαμεν” και Παλαιά Φιλαρμονική», η κερκυραϊκή προσφορά- συμμετοχή τους Αγώνες του 1898, εμφανίζει και λοιπά «πεδία έκφρασης». Επί παραδείγματι, ο αδελφός του Ι. Καίσαρη, Σπυρίδων (1859-1946), είχε, τότε, τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Αθηνών, με σημαντική παρουσία στις παρελκόμενες, των Αγώνων, καλλιτεχνικές – μουσικές εκδηλώσεις (συν τις Τελετές). Συνθέτοντας, παράλληλα, το εμβατήριο «Marche des jeux Olympiques 1896», που, όπως σημειώνει η Μεράκου, «είναι πολύ πιθανόν το εμβατήριο αυτό να παιζόταν κατά τη διάρκεια της παρέλασης των μουσικών της».
Επιπλέον, παρούσα μαρτυρείται στους Αγώνες (πλην της «Παλαιάς») και η Φιλαρμονική Εταιρεία «Μάντζαρος». Αφ’ ενός, απ’ τα (σωζόμενα) Πρακτικά του Σώματος Ιδρυτών της (5/3/1896), όπου, «ο Πρόεδρος αναφέρει διάφορα σχετικώς με την μετάβασιν του μουσικού σώματος εις Αθήνας χάριν των Ολυμπιακών αγώνων και υποβάλλει εις το σώμα την αλληλογραφίαν την λαβούσαν χώραν μεταξύ της Διοικήσεως και της επί της δεξιώσεως επιτροπής». Κι αφ’ ετέρου (και κυρίως) από αθηναϊκά ρεπορτάζ της εποχής, όπως αυτό της «Εστίας» (φ. 31/3/1896), σύμφωνα με το οποίο «χθες την νύκτα αφίκετο και η β’ μουσική Φιλαρμονική Κερκύρας η του Μαντζάρου. Εγένετο αυτή ενθουσιώδης επίσης υποδοχή».
Ενώ, σε άλλο σημείο, διαβάζουμε πως «θέλει παιανίσει σήμερον από ώρας 5-7 μ.μ. εις την πλατείαν του Συντάγματος τα εξής τεμάχια: Εμβατήριον Μπεφάνα Σάντη, Συμφωνία η ισχύς του πεπρωμένου Βέρδη, Μωσαϊκόν Οθέλλου Βέρδη, Μωσαϊκόν Μινιόν Θωμά, Εκλογή Νεαπολιτάνικων ασμάτων Κώστα». Συν το, πλην της Παλαιάς, «παρών» στη λαμπαδηδρομία της 31ης Μαρτίου («έπονται άλλα σώματα ων προηγούνται άλλοι Φιλαρμονικαί, η του Λαυρίου, η της Λαυκάδος, η άλλη Κερκυραϊκή…»).
Αυτός, ωστόσο, που εξελίχθηκε (καλλιτεχνικά) στην κυρίως πρωταγωνιστική φιγούρα των Αγώνων, δεν ήταν άλλος απ’ τον Σπύρο – Φιλίσκο Σαμάρα (Κέρκυρα 1861- Αθήνα 1917). Ο μυθικός, πανίερος Ολυμπιακός Ύμνος του…
Μεγάλο, ήδη, όνομα, διεθνώς (με «κλου» την τρίπρακτη όπερά του «Φλόρα Μιράμπιλις (πρώτη εκτέλεση στην Κέρκυρα, απογείωση, ωστόσο, στη Σκάλα του Μιλάνου, το 1897), η σύνθεση του Ύμνου του ανατέθηκε απ’ την οργανωτική Επιτροπή (με πρόεδρο τον διάδοχο του θρόνου και μετέπειτα βασιλιά Κωνσταντίνο) το 1895 (σε λόγια του Κωστή Παλαμά), κατόπιν υποδείξεως του Δημητρίου Βικέλα (στενού του φίλου, απ’ τους καιρούς των σπουδών του «εις Παρισίους» – στο Κονσερβατουάρ- ώσπου το 1885 μετακόμισε στην Ιταλία, όπου κι άρχισε συστηματικά, πλέον, τη μεγάλη συνθετική καριέρα του) και του Τ. Φιλήμωνος (γενικού γραμματέα της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής).
Το έργο των Σαμάρα- Παλαμά προοριζόταν για την τελετή έναρξης (25 Μαρτίου). Όπως περιγράφει ο Λαυράγκας στα «Απομνημονεύματά» του, «δεν μας εχώριζαν παρά ολίγοι μήνες από την ημέραν ενάρξεως των αγώνων και έπρεπε (σ.σ. πλην άλλων) να γίνεται η μελέτη από τας χορωδίας του Ολυμπιακού ύμνου, του οποίου παρτιτούρες και πάρτες μας είχεν ήδη αποστείλει ο Σαμάρας από το Μιλάνο. Την ημέραν της ενάρξεως, 25 Μαρτίου 1896, το Πένταθλον (σ.σ. έργο που είχε ανατεθεί στους Λαυράγκα- Πολέμη για την Τελετή Λήξης) και ο Ολυμπιακός Ύμνος ήσαν εν τάξει. Ο Σαμάρας που είχεν έλθει εν τω μεταξύ, δεν έκαμεν άλλο, παρά, αφού πέταξε μερικά γαλλικά κομπλιμέντα δεξιά αριστερά στους εκτελεστάς, να διευθύνη την πρόβα τζενεράλε…»
Ενώ δεν παραλείπει να περιγράψει και τη μυθική εκείνη εκτέλεση, εντός του Καλλιμάρμαρου: «Ήλθε τέλος πάντων και η επίσημη ημέρα. Οι επαρχιακές Φιλαρμονικές, που ευρίσκονται εις τας Αθήνας, προσκαλεσμένες από μέρες από την Επιτροπή, πήραν μιά-μιά τη θέση τους στο στίβο του Σταδίου, η ορχήστρα καμμιά ογδονταριά επαγγελματίαι και ερασιτέχναι (σ.σ. σύνολο περίπου 200), αι χορωδίαι (σ.σ. περίπου 200) εν τάξει γύρω από την εξέδραν του αρχιμουσικού, όταν δε η τρομπέττα έδωσε το σημείον της ενάρξεως και ο Σαμάρας ροδαλός και ολοστρούμπουλος, σήκωσε την μπακέτα του ο ύμνος «αρχαίον πνεύμα αθάνατον» εδόνησε με τις μεγαλοπρεπείς συγχορδίες του την εθνική χορδή στις ψυχές των μυριάδων θεατών που γέμιζαν το Στάδιον και μ’ εθνική υπερηφάνεια χειροκροτούν αλλόφρονες την αναβίωσιν των αρχαίων Ολυμπιάδων…».
Σύμφωνα με την Μεράκου, «κατά τον Στέλιο Τζερμπίνο (σ.σ. «Φιλαρμονικά Ζακύνθου», Ζάκυνθος, 1996) δεν μπόρεσαν να λάβουν μέρος όλες οι φιλαρμονικές στην εκτέλεση του Ολυμπιακού ύμνου, γιατί στις πρόβες διαπιστώθηκε ότι “δεν διαθέτανε όλες την απαιτούμενη συνήχηση”, παρ’ όλο που η μουσική είχε διατεθεί νωρίτερα στις Φιλαρμονικές και ο Ιωσήφ Καίσαρης, αρχιμουσικός της στρατιωτικής μπάντας Αθηνών, είχε επισκεφτεί και ελέγξει τους μουσικούς».
Ιστορικά, πάντως, δεν ήταν τούτη η πρώτη του εκτέλεση. Του λόγου της είχε προηγηθεί, τέλη Ιανουαρίου, σε εσπερίδα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», με τον (συνθέτη, μουσικό και φιλόλογο) Θεμιστοκλή Πολυκράτη στο πιάνο.
Ο Ύμνος των Σαμάρα- Παλαμά παρέμεινε ο επίσημος Ύμνος των Αγώνων έως τους Ολυμπιακούς του 1912, στη Στοκχόλμη (όταν κι αντικαταστάθηκε από εμβατήριο του Σουηδού, Αλεξάντερσον). Έκτοτε και μέχρι το 1954, για κάθε Ολυμπιάδα συνετίθετο διαφορετικός Ύμνος, υπό τη φροντίδα συνθετών απ’ την εκάστοτε διοργανώτρια, ώσπου το 1954 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή προκήρυξε διαγωνισμό για τη σύνθεση ενός συνολικού, επίσημου Ύμνου των Αγώνων (βάσει των στίχων των πινδαρικών Επινικίων). Επιλέγοντας, εντέλει, μια σύνθεση του Πολωνού, Μίχα Σπίσακ.
«Κράτησε» μόνο για τους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης (1956). Καθώς το 1958, σε νέα της συνεδρίαση, η ΔΟΕ αποφάσισε την επιστροφή στις… ρίζες και την «επιβολή» του Ύμνου των Σαμάρα- Παλαμά. Το «Αρχαίο Πνεύμ’ Αθάνατο, Αγνέ Πατέρα…», είχε μόλις παγιωθεί στη συνείδηση μιας ολόκληρης αιωνιότητας…